Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιθαργύρινος
λιθάργυρος
λιθαργυροφανής
λιθαρίδιον
λιθάριον
λιθάς
λιθάσβεστος
λιθασμός
λιθαστής
λιθαστικός
λιθάω
λιθεία
λίθειος
λιθέμπορος
λίθεος
λιθηγός
λιθηλογής
λιθιακός
λιθίασις
λιθιάω
λιθίδιον
View word page
λιθάω
λῐθ-άω,
A). v. λιθιάω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λιθάω
Headword (normalized):
λιθάω
Headword (normalized/stripped):
λιθαω
IDX:
63126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63127
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐθ-άω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">λιθιάω</span> .</div> </div><br><br>'}