Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λιθακός
λιθαναβολεύς
λίθαξ
λιθαργύρεος
λιθαργύρινος
λιθάργυρος
λιθαργυροφανής
λιθαρίδιον
λιθάριον
λιθάς
λιθάσβεστος
λιθασμός
λιθαστής
λιθαστικός
λιθάω
λιθεία
λίθειος
λιθέμπορος
λίθεος
λιθηγός
λιθηλογής
View word page
λιθάσβεστος
λῐθ-άσβεστος
,
ὁ
, =
A).
lapis calcinus,
Gloss.
ShortDef
lapis calcinus
Debugging
Headword:
λιθάσβεστος
Headword (normalized):
λιθάσβεστος
Headword (normalized/stripped):
λιθασβεστος
IDX:
63122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63123
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐθ-άσβεστος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">lapis calcinus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}