Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιθαγωγία
λιθαγωγός
λιθάζω
λιθακός
λιθαναβολεύς
λίθαξ
λιθαργύρεος
λιθαργύρινος
λιθάργυρος
λιθαργυροφανής
λιθαρίδιον
λιθάριον
λιθάς
λιθάσβεστος
λιθασμός
λιθαστής
λιθαστικός
λιθάω
λιθεία
λίθειος
λιθέμπορος
View word page
λιθαρίδιον
λῐθᾰρ-ίδιον, τό, = sq., Alex.Trall. 3.3 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λιθαρίδιον
Headword (normalized):
λιθαρίδιον
Headword (normalized/stripped):
λιθαριδιον
IDX:
63119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63120
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐθᾰρ-ίδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = sq., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0744.tlg001:3:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0744.tlg001:3.3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Alex.Trall.</span> 3.3 </a>.</div><br><br>'}