Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λίγδην
λίγδος
λίγειος
λιγιπενές
λιγνυόεις
λιγνύς
λιγνυώδης
λὶγξ
λίγξε
λιγουρά
λιγρόν
λιγυάοιδος
Λιγυαστάδης
λιγυηχής
λιγύθροος
λιγυκλαγγής
λιγύκορτος
λιγύκροτος
λιγυμακρόφωνος
λιγύμολπος
λιγύμυθος
View word page
λιγρόν
λιγρόν· πικρόν, λιγυρόν, ἡδύ, γλυκύ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λιγρόν
Headword (normalized):
λιγρόν
Headword (normalized/stripped):
λιγρον
IDX:
63082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63083
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λιγρόν·</span> <span class="foreign greek">πικρόν, λιγυρόν, ἡδύ, γλυκύ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}