Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λίβηθρον
λιβηρός
λιβιανόν
λιβικός
λιβόνοτος
λιβός
λίβος
λιβοφοῖνιξ
λιβρός
Λιβυάρχης
Λιβυαφιγενής
Λιβύη
λίβυον
λιβυός
Λιβυρνοί
Λίβυς
Λιβυστικόν
Λιβυφοῖνιξ
Λιβυφοίτης
λίβω
λίγᾰ
View word page
Λιβυαφιγενής
Λῐβῠ-αφιγενής, ές,
A). v. Λεβυαφιγενής .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Λιβυαφιγενής
Headword (normalized):
λιβυαφιγενής
Headword (normalized/stripped):
λιβυαφιγενης
IDX:
63058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63059
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Λῐβῠ-αφιγενής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Λεβυαφιγενής</span> .</div> </div><br><br>'}