Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιβάς
λιβδύειν
λίβελλος
λίβερνος
λιβερτῖνος
λίβηθρον
λιβηρός
λιβιανόν
λιβικός
λιβόνοτος
λιβός
λίβος
λιβοφοῖνιξ
λιβρός
Λιβυάρχης
Λιβυαφιγενής
Λιβύη
λίβυον
λιβυός
Λιβυρνοί
Λίβυς
View word page
λιβός
λιβός, gen. of λίψ.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λιβός
Headword (normalized):
λιβός
Headword (normalized/stripped):
λιβος
IDX:
63053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63054
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λιβός</span>, gen. of <span class="foreign greek">λίψ</span>.</div><br><br>'}