Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λιβανωτοπωλέω
λιβανωτοπώλης
λιβανωτός
λιβανωτοφόρος
λιβανωτρίς
λιβάς
λιβδύειν
λίβελλος
λίβερνος
λιβερτῖνος
λίβηθρον
λιβηρός
λιβιανόν
λιβικός
λιβόνοτος
λιβός
λίβος
λιβοφοῖνιξ
λιβρός
Λιβυάρχης
Λιβυαφιγενής
View word page
λίβηθρον
λίβηθρον,
A). v. λείβηθρον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λίβηθρον
Headword (normalized):
λίβηθρον
Headword (normalized/stripped):
λιβηθρον
IDX:
63048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63049
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λίβηθρον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">λείβηθρον</span> .</div> </div><br><br>'}