Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λιβανωτικός
λιβανώτινος
λιβανωτίς
λιβανωτίς
λιβανωτοπωλέω
λιβανωτοπώλης
λιβανωτός
λιβανωτοφόρος
λιβανωτρίς
λιβάς
λιβδύειν
λίβελλος
λίβερνος
λιβερτῖνος
λίβηθρον
λιβηρός
λιβιανόν
λιβικός
λιβόνοτος
λιβός
λίβος
View word page
λιβδύειν
λιβδύειν·
ἀφορίζειν
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λιβδύειν
Headword (normalized):
λιβδύειν
Headword (normalized/stripped):
λιβδυειν
IDX:
63044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63045
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λιβδύειν·</span> <span class="foreign greek">ἀφορίζειν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}