Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λίαξ
λιαρός
λίβα
λιβάδιον
λιβάζω
λιβανᾶς
λιβανίδιον
λιβανίζω
λιβάνινος
Λιβανῖτις
λιβανοειδής
λιβανοθήκη
λιβανοκαΐα
λιβανομάννα
λιβανόμαντις
λιβανόομαι
λιβανοπώλης
λίβανος
λιβανοφόρος
λιβανόχροος
λιβανώδης
View word page
λιβανοειδής
λῐβᾰνο-ειδής, ές,
A). = λιβανώδης , Dsc. 3.83 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λιβανοειδής
Headword (normalized):
λιβανοειδής
Headword (normalized/stripped):
λιβανοειδης
IDX:
63021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63022
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῐβᾰνο-ειδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">λιβανώδης</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.83 </span>.</div> </div><br><br>'}