Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ληψολιγόμισθος
λῖ
λιάζομαι
λιάζω1
λιάζω2
λιαίνω
λίαν
λιαντήρ
λίαξ
λιαρός
λίβα
λιβάδιον
λιβάζω
λιβανᾶς
λιβανίδιον
λιβανίζω
λιβάνινος
Λιβανῖτις
λιβανοειδής
λιβανοθήκη
λιβανοκαΐα
View word page
λίβα
λίβα
,
λιβός
, acc. and gen. of
λίψ
(q.v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λίβα
Headword (normalized):
λίβα
Headword (normalized/stripped):
λιβα
IDX:
63013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63014
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λίβα</span>, <span class="orth greek">λιβός</span>, acc. and gen. of <span class="foreign greek">λίψ</span> (q.v.).</div><br><br>'}