Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ληχμός
λῆψις
ληψολιγόμισθος
λῖ
λιάζομαι
λιάζω1
λιάζω2
λιαίνω
λίαν
λιαντήρ
λίαξ
λιαρός
λίβα
λιβάδιον
λιβάζω
λιβανᾶς
λιβανίδιον
λιβανίζω
λιβάνινος
Λιβανῖτις
λιβανοειδής
View word page
λίαξ
λίαξ, ,
A). v. λείαξ .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λίαξ
Headword (normalized):
λίαξ
Headword (normalized/stripped):
λιαξ
IDX:
63011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63012
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λίαξ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">λείαξ</span> .</div> </div><br><br>'}