Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Λητογενής
Λητοΐδης
λῃτουργέω
Λητώ
λήτωρ
ληχμός
λῆψις
ληψολιγόμισθος
λῖ
λιάζομαι
λιάζω1
λιάζω2
λιαίνω
λίαν
λιαντήρ
λίαξ
λιαρός
λίβα
λιβάδιον
λιβάζω
λιβανᾶς
View word page
λιάζω1
λιάζω (A), v. foreg. sub fin.


ShortDef

to be over-enthusiastic

Debugging

Headword:
λιάζω1
Headword (normalized):
λιάζω
Headword (normalized/stripped):
λιαζω1
IDX:
63006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-63007
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λιάζω</span> (A), v. foreg. sub fin.</div><br><br>'}