Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λῃστρών
λῄστωρ
λήσω
λῄταρχος
λῄτειρα
λῄτη
λῃτῆρες
λῆτο
Λητογενής
Λητοΐδης
λῃτουργέω
Λητώ
λήτωρ
ληχμός
λῆψις
ληψολιγόμισθος
λῖ
λιάζομαι
λιάζω1
λιάζω2
λιαίνω
View word page
λῃτουργέω
λῃτ-ουργέω, λῃτ-ουργία, λῃτ-ουργός, v. λειτ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λῃτουργέω
Headword (normalized):
λῃτουργέω
Headword (normalized/stripped):
λητουργεω
IDX:
62998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62999
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῃτ-ουργέω</span>, <span class="orth greek">λῃτ-ουργία</span>, <span class="orth greek">λῃτ-ουργός</span>, v. <span class="itype greek">λειτ</span>-.</div><br><br>'}