Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λῃστοπιαστής
λῃστοσαλπιγκτής
λῃστρικός
λῃστρίς
λῃστρών
λῄστωρ
λήσω
λῄταρχος
λῄτειρα
λῄτη
λῃτῆρες
λῆτο
Λητογενής
Λητοΐδης
λῃτουργέω
Λητώ
λήτωρ
ληχμός
λῆψις
ληψολιγόμισθος
λῖ
View word page
λῃτῆρες
λῃτ-ῆρες· ἱεροὶ στεφανηφόροι (Athamanian), Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λῃτῆρες
Headword (normalized):
λῃτῆρες
Headword (normalized/stripped):
λητηρες
IDX:
62994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62995
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῃτ-ῆρες·</span> <span class="foreign greek">ἱεροὶ στεφανηφόροι</span> (Athamanian), Id.</div><br><br>'}