Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λῃστής
λῃστικός
λῆστις
λῃστοδιώκτης
λῃστοκτόνος
λῃστοπιαστής
λῃστοσαλπιγκτής
λῃστρικός
λῃστρίς
λῃστρών
λῄστωρ
λήσω
λῄταρχος
λῄτειρα
λῄτη
λῃτῆρες
λῆτο
Λητογενής
Λητοΐδης
λῃτουργέω
Λητώ
View word page
λῄστωρ
λῄστ-ωρ,
A). v. ληΐστωρ .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λῄστωρ
Headword (normalized):
λῄστωρ
Headword (normalized/stripped):
ληστωρ
IDX:
62989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62990
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῄστ-ωρ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ληΐστωρ</span> .</div> </div><br><br>'}