λῃστρικός
λῃστ-ρικός, ή, όν,
A). = λῃστικός , for which it is a freq. v.l., of ships, τριακόντορος λ. (cf. λῃστρίς) , cf. 4.9 Pun. 25 , etc.; λ. σκάφη : metaph., of 3.43 ἑταῖραι, τὰ λ. τῆς Ἀφροδίτης AP 5.43 ( ), 160 ( or ); λ. τρόπῳ BGU 1061.14 (i B.C.).
2). of persons, ; also 7.2.2 λ. δύναμις Sert. 18 ; βίος λ. Pol. 1256b1 ; ἔθνη ib. 1338b23 ; τὸ λ. ἦθος ; 12.8.9 ὁ λ. πόλεμος Mith. 96 . Adv.- κῶς . 2.5.26