Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
Λῆσος
λῃστάρχης
λῄσταρχος
λῃστεία
λῃστεύω
λῃστήρ
λῃστήριον
λῃστής
λῃστικός
λῆστις
λῃστοδιώκτης
λῃστοκτόνος
λῃστοπιαστής
λῃστοσαλπιγκτής
λῃστρικός
λῃστρίς
λῃστρών
λῄστωρ
λήσω
λῄταρχος
λῄτειρα
View word page
λῃστοδιώκτης
λῃστο-δῐώκτης
,
ου
,
ὁ
, =
A).
latrunculator,
Gloss.
ShortDef
latrunculator
Debugging
Headword:
λῃστοδιώκτης
Headword (normalized):
λῃστοδιώκτης
Headword (normalized/stripped):
ληστοδιωκτης
IDX:
62982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62983
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῃστο-δῐώκτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">latrunculator,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}