Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀναβροντάω
ἀναβρόξειε
ἀναβροχισμός
ἀναβρυάζω
ἀναβρυχάομαι
ἀναβρύχω
ἀναβρύω
ἀνάβρωσις
ἀναβρώσκων
ἀναβρωτικός
ἀναβώνες
ἀναγαγγανεύουσιν
ἀνάγαιον
ἀναγαλλίς
ἀναγαργαρίζω
ἀναγαργάρισμα
ἀναγαργαρισμός
ἀναγαργαριστέον
ἀναγαργάριστον
ἀναγγείωτος
ἀναγγελία
View word page
ἀναβώνες
ἀναβώνες·
βαθμοῦ εἶδος,
Hsch.
(cod.
-ῶδες
); cf.
ἄμβων.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀναβώνες
Headword (normalized):
ἀναβώνες
Headword (normalized/stripped):
αναβωνες
IDX:
6297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6298
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναβώνες·</span> <span class="foreign greek">βαθμοῦ εἶδος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (cod. <span class="foreign greek">-ῶδες</span>); cf. <span class="foreign greek">ἄμβων.</span> </div><br><br>'}