Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ληρώδης
ληρωδία
λησθέων
λησίμβροτος
λῆσις
λῆσις
λησμαδία
λησμονηθέντες
λησμοσύνη
λήσμων
Λῆσος
λῃστάρχης
λῄσταρχος
λῃστεία
λῃστεύω
λῃστήρ
λῃστήριον
λῃστής
λῃστικός
λῆστις
λῃστοδιώκτης
View word page
Λῆσος
Λῆσος· ὁ ἐν τῷ ῥάχει τοῦ σκορπίου λαμπρὸς ἀστήρ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Λῆσος
Headword (normalized):
λῆσος
Headword (normalized/stripped):
λησος
IDX:
62972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62973
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Λῆσος·</span> <span class="foreign greek">ὁ ἐν τῷ ῥάχει τοῦ σκορπίου λαμπρὸς ἀστήρ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}