Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λῆρος
ληρωδέω
ληρώδημα
ληρώδης
ληρωδία
λησθέων
λησίμβροτος
λῆσις
λῆσις
λησμαδία
λησμονηθέντες
λησμοσύνη
λήσμων
Λῆσος
λῃστάρχης
λῄσταρχος
λῃστεία
λῃστεύω
λῃστήρ
λῃστήριον
λῃστής
View word page
λησμονηθέντες
λησμονηθέντες, =
A). illimati, Gloss. (dub.).


ShortDef

illimati

Debugging

Headword:
λησμονηθέντες
Headword (normalized):
λησμονηθέντες
Headword (normalized/stripped):
λησμονηθεντες
IDX:
62969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62970
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λησμονηθέντες</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">illimati,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> (dub.).</div> </div><br><br>'}