Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λῆρος
λῆρος
ληρωδέω
ληρώδημα
ληρώδης
ληρωδία
λησθέων
λησίμβροτος
λῆσις
λῆσις
λησμαδία
λησμονηθέντες
λησμοσύνη
λήσμων
Λῆσος
λῃστάρχης
λῄσταρχος
λῃστεία
λῃστεύω
λῃστήρ
λῃστήριον
View word page
λησμαδία
λησμαδία· λελῃσμένη, Hsch.; cf. ληϊσμ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λησμαδία
Headword (normalized):
λησμαδία
Headword (normalized/stripped):
λησμαδια
IDX:
62968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62969
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λησμαδία·</span> <span class="foreign greek">λελῃσμένη</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">ληϊσμ</span>-.</div><br><br>'}