Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λήρησις
ληρίας
Ληρόκριτος
ληροπετώδη
λῆρος
λῆρος
ληρωδέω
ληρώδημα
ληρώδης
ληρωδία
λησθέων
λησίμβροτος
λῆσις
λῆσις
λησμαδία
λησμονηθέντες
λησμοσύνη
λήσμων
Λῆσος
λῃστάρχης
λῄσταρχος
View word page
λησθέων
λησθέων· στρεφόμενος, Hsch.; cf. ληϊσθιῶν.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λησθέων
Headword (normalized):
λησθέων
Headword (normalized/stripped):
λησθεων
IDX:
62964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62965
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λησθέων·</span> <span class="foreign greek">στρεφόμενος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">ληϊσθιῶν</span>.</div><br><br>'}