Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ληρεία
ληρέω
λήρημα
λήρησις
ληρίας
Ληρόκριτος
ληροπετώδη
λῆρος
λῆρος
ληρωδέω
ληρώδημα
ληρώδης
ληρωδία
λησθέων
λησίμβροτος
λῆσις
λῆσις
λησμαδία
λησμονηθέντες
λησμοσύνη
λήσμων
View word page
ληρώδημα
ληρώδ-ημα, ατος, τό,
A). = ληρωδία , Suid. s.v. Λεόντιος (pl.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ληρώδημα
Headword (normalized):
ληρώδημα
Headword (normalized/stripped):
ληρωδημα
IDX:
62961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62962
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ληρώδ-ημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ληρωδία</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">Λεόντιος</span> (pl.).</div> </div><br><br>'}