Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀναβρέχομαι
ἀναβρομέω
ἀναβροντάω
ἀναβρόξειε
ἀναβροχισμός
ἀναβρυάζω
ἀναβρυχάομαι
ἀναβρύχω
ἀναβρύω
ἀνάβρωσις
ἀναβρώσκων
ἀναβρωτικός
ἀναβώνες
ἀναγαγγανεύουσιν
ἀνάγαιον
ἀναγαλλίς
ἀναγαργαρίζω
ἀναγαργάρισμα
ἀναγαργαρισμός
ἀναγαργαριστέον
ἀναγαργάριστον
View word page
ἀναβρώσκων
ἀναβρ-ώσκων· κατεσθίων, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναβρώσκων
Headword (normalized):
ἀναβρώσκων
Headword (normalized/stripped):
αναβρωσκων
IDX:
6295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6296
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναβρ-ώσκων·</span> <span class="foreign greek">κατεσθίων,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}