Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λήπτης
ληπτικός
ληπτός
ληραίνω
ληρεία
ληρέω
λήρημα
λήρησις
ληρίας
Ληρόκριτος
ληροπετώδη
λῆρος
λῆρος
ληρωδέω
ληρώδημα
ληρώδης
ληρωδία
λησθέων
λησίμβροτος
λῆσις
λῆσις
View word page
ληροπετώδη
ληροπετώδη·
ληρώδη
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ληροπετώδη
Headword (normalized):
ληροπετώδη
Headword (normalized/stripped):
ληροπετωδη
IDX:
62957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62958
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ληροπετώδη·</span> <span class="foreign greek">ληρώδη</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}