Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ληός
ληπτέος
λήπτης
ληπτικός
ληπτός
ληραίνω
ληρεία
ληρέω
λήρημα
λήρησις
ληρίας
Ληρόκριτος
ληροπετώδη
λῆρος
λῆρος
ληρωδέω
ληρώδημα
ληρώδης
ληρωδία
λησθέων
λησίμβροτος
View word page
ληρίας
ληρίας,
A). v. λειρώς .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ληρίας
Headword (normalized):
ληρίας
Headword (normalized/stripped):
ληριας
IDX:
62955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62956
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ληρίας</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">λειρώς</span> .</div> </div><br><br>'}