Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ληνός
λῆνος
ληνών
ληξιαρχικός
ληξίαρχος
ληξιπύρετος
λῆξις
λῆξις
ληξιφάρμακον
ληξίφωτος
ληός
ληπτέος
λήπτης
ληπτικός
ληπτός
ληραίνω
ληρεία
ληρέω
λήρημα
λήρησις
ληρίας
View word page
ληός
ληός, , Ion. form of λαός (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ληός
Headword (normalized):
ληός
Headword (normalized/stripped):
ληος
IDX:
62945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62946
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ληός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, Ion. form of <span class="foreign greek">λαός</span> (q.v.).</div><br><br>'}