Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ληματόομαι
λημάω
λήμη
λημηρός
λημίον
λῆμμα
λημματίζω
λημματικός
λημμάτιον
λημματιστής
Λημνιακός
Λημνιασταί
λημνίσκος
Λῆμνος
λημότης
λημύδριον
λημψαπόδοσις
λῆμψις
λημώδης
λήμωσις
λῆν
View word page
Λημνιακός
Λημνιακός, Dor. Λᾱμν-,
A). v. Λῆμνος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Λημνιακός
Headword (normalized):
λημνιακός
Headword (normalized/stripped):
λημνιακος
IDX:
62908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62909
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Λημνιακός</span>, Dor. <span class="orth greek">Λᾱμν</span>-, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Λῆμνος</span> .</div> </div><br><br>'}