Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ληκυθοπώλης
λήκυθος
ληκυθοφόρος
ληκυτία
ληκώ
λῆμα
λημαλέος
ληματίας
ληματιάω
λημάτιον
ληματόομαι
λημάω
λήμη
λημηρός
λημίον
λῆμμα
λημματίζω
λημματικός
λημμάτιον
λημματιστής
Λημνιακός
View word page
ληματόομαι
λημᾰτ-όομαι, in pf. Pass. λελημάτωμαι· λῆμα ἔχω εἰς τὸ ἔργον, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ληματόομαι
Headword (normalized):
ληματόομαι
Headword (normalized/stripped):
ληματοομαι
IDX:
62898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62899
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λημᾰτ-όομαι</span>, in pf. Pass. <span class="foreign greek">λελημάτωμαι· λῆμα ἔχω εἰς τὸ ἔργον</span>, Id.</div><br><br>'}