Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ληκτός
ληκυθιάδες
ληκυθίζω
ληκύθιον
ληκυθισμός
ληκυθιστής
ληκυθοποιός
ληκυθοπώλης
λήκυθος
ληκυθοφόρος
ληκυτία
ληκώ
λῆμα
λημαλέος
ληματίας
ληματιάω
λημάτιον
ληματόομαι
λημάω
λήμη
λημηρός
View word page
ληκυτία
ληκῠτία
,
ἡ
,
A).
=
λήκυθος
,
BGU
1160.11
(pl.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ληκυτία
Headword (normalized):
ληκυτία
Headword (normalized/stripped):
ληκυτια
IDX:
62891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62892
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ληκῠτία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">λήκυθος</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 1160.11 </span> (pl.).</div> </div><br><br>'}