Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀναβουλεύομαι
ἀναβράζω
ἀνάβρασις
ἀναβρασμός
ἀναβράσσω
ἀνάβραστος
ἀναβράχω
ἀναβρέχομαι
ἀναβρομέω
ἀναβροντάω
ἀναβρόξειε
ἀναβροχισμός
ἀναβρυάζω
ἀναβρυχάομαι
ἀναβρύχω
ἀναβρύω
ἀνάβρωσις
ἀναβρώσκων
ἀναβρωτικός
ἀναβώνες
ἀναγαγγανεύουσιν
View word page
ἀναβρόξειε
ἀναβρόξειε, ἀναβροχέν,
A). v. βρόχω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναβρόξειε
Headword (normalized):
ἀναβρόξειε
Headword (normalized/stripped):
αναβροξειε
IDX:
6288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6289
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναβρόξειε</span>, <span class="orth greek">ἀναβροχέν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">βρόχω.</span> </div> </div><br><br>'}