Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λήϊτον
ληϊτουργέω
ληκάω
ληκέω
λήκημα
ληκητής
ληκίνδα
ληκτέον
ληκτήριος
ληκτικός
ληκτός
ληκυθιάδες
ληκυθίζω
ληκύθιον
ληκυθισμός
ληκυθιστής
ληκυθοποιός
ληκυθοπώλης
λήκυθος
ληκυθοφόρος
ληκυτία
View word page
ληκτός
ληκ-τός·
καταληπτός
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ληκτός
Headword (normalized):
ληκτός
Headword (normalized/stripped):
ληκτος
IDX:
62881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62882
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ληκ-τός·</span> <span class="foreign greek">καταληπτός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}