Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ληϊσμαδία
ληϊστήρ
ληϊστής
ληϊστός
ληϊστύς
ληΐστωρ
ληϊτιαί
ληῖτις
ληϊτοάρχαι
λήϊτον
ληϊτουργέω
ληκάω
ληκέω
λήκημα
ληκητής
ληκίνδα
ληκτέον
ληκτήριος
ληκτικός
ληκτός
ληκυθιάδες
View word page
ληϊτουργέω
ληϊτουργέω, λη-ουργός, early forms of λῃτ-, λειτ- (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ληϊτουργέω
Headword (normalized):
ληϊτουργέω
Headword (normalized/stripped):
ληιτουργεω
IDX:
62872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62873
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ληϊτουργέω</span>, <span class="orth greek">λη-ουργός</span>, early forms of <span class="foreign greek">λῃτ-, λειτ</span>- (q.v.).</div><br><br>'}