Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ληΐς
ληϊσθιῶν
ληϊσμαδία
ληϊστήρ
ληϊστής
ληϊστός
ληϊστύς
ληΐστωρ
ληϊτιαί
ληῖτις
ληϊτοάρχαι
λήϊτον
ληϊτουργέω
ληκάω
ληκέω
λήκημα
ληκητής
ληκίνδα
ληκτέον
ληκτήριος
ληκτικός
View word page
ληϊτοάρχαι
ληϊτοάρχαι· οἱ καθηγούμενοι τῶν θυσιῶν καὶ ἑστιάσεων, καὶ ἀρχαὶ καὶ ἱερεῖς, Hsch. (Cf. λῄταρχος.)


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ληϊτοάρχαι
Headword (normalized):
ληϊτοάρχαι
Headword (normalized/stripped):
ληιτοαρχαι
IDX:
62870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62871
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ληϊτοάρχαι·</span> <span class="foreign greek">οἱ καθηγούμενοι τῶν θυσιῶν καὶ ἑστιάσεων, καὶ ἀρχαὶ καὶ ἱερεῖς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Cf. <span class="foreign greek">λῄταρχος</span>.)</div><br><br>'}