Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ληΐδιος
ληϊδιώδεις
ληΐζομαι
ληΐη
ληΐνη
ληϊνόμος
λήϊον1
λήϊον2
ληΐς
ληϊσθιῶν
ληϊσμαδία
ληϊστήρ
ληϊστής
ληϊστός
ληϊστύς
ληΐστωρ
ληϊτιαί
ληῖτις
ληϊτοάρχαι
λήϊτον
ληϊτουργέω
View word page
ληϊσμαδία
λη-ϊσμαδία· αἰχμάλωτος, λεληϊσμένη, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ληϊσμαδία
Headword (normalized):
ληϊσμαδία
Headword (normalized/stripped):
ληισμαδια
IDX:
62862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62863
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λη-ϊσμαδία·</span> <span class="foreign greek">αἰχμάλωτος, λεληϊσμένη</span>, Id.</div><br><br>'}