Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ληθηκέα
ληθήμων
λήθιος
ληθομέριμνος
λῆθον
λῆθος
ληθότης
λήθω
Ληθώ
ληθώδης
ληϊάνειρα
ληϊάς
ληϊβοτήρ
ληΐδιος
ληϊδιώδεις
ληΐζομαι
ληΐη
ληΐνη
ληϊνόμος
λήϊον1
λήϊον2
View word page
ληϊάνειρα
ληϊάνειρα [ῐᾰν]· ἡ ποιοῦσα τοὺς ἄνδρας γυναικῶν ἐρᾶν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ληϊάνειρα
Headword (normalized):
ληϊάνειρα
Headword (normalized/stripped):
ληιανειρα
IDX:
62849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62850
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ληϊάνειρα</span> [<span class="foreign greek">ῐᾰν]· ἡ ποιοῦσα τοὺς ἄνδρας γυναικῶν ἐρᾶν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}