Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀναβολικός
ἀναβόλιμος
ἀναβόλιον
ἀναβορβορύζω
ἀναβουλεύομαι
ἀναβράζω
ἀνάβρασις
ἀναβρασμός
ἀναβράσσω
ἀνάβραστος
ἀναβράχω
ἀναβρέχομαι
ἀναβρομέω
ἀναβροντάω
ἀναβρόξειε
ἀναβροχισμός
ἀναβρυάζω
ἀναβρυχάομαι
ἀναβρύχω
ἀναβρύω
ἀνάβρωσις
View word page
ἀναβράχω
*
ἀναβράχω
, v. sub
ἀνέβραχε.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀναβράχω
Headword (normalized):
ἀναβράχω
Headword (normalized/stripped):
αναβραχω
IDX:
6284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6285
Key:
Data
{'content': '<div class="entry">*<span class="orth greek">ἀναβράχω</span>, v. sub <span class="foreign greek">ἀνέβραχε.</span> </div><br><br>'}