Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ληθάνεμος
ληθαργέω
ληθαργία
ληθαργικός
λήθαργος
ληθαργώδης
ληθεδανός
ληθεδών
λήθη
ληθηκέα
ληθήμων
λήθιος
ληθομέριμνος
λῆθον
λῆθος
ληθότης
λήθω
Ληθώ
ληθώδης
ληϊάνειρα
ληϊάς
View word page
ληθήμων
ληθ-ήμων, ον, only dat.pl.ληθήμοσι (ληθημόνοισι cod.)· ληθάργοις, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ληθήμων
Headword (normalized):
ληθήμων
Headword (normalized/stripped):
ληθημων
IDX:
62840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62841
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ληθ-ήμων</span>, <span class="itype greek">ον</span>, only dat.pl.<span class="foreign greek">ληθήμοσι </span>(<span class="foreign greek">ληθημόνοισι</span> cod.)<span class="foreign greek">· ληθάργοις</span>, Id.</div><br><br>'}