Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λήθαιος
ληθάνεμος
ληθαργέω
ληθαργία
ληθαργικός
λήθαργος
ληθαργώδης
ληθεδανός
ληθεδών
λήθη
ληθηκέα
ληθήμων
λήθιος
ληθομέριμνος
λῆθον
λῆθος
ληθότης
λήθω
Ληθώ
ληθώδης
ληϊάνειρα
View word page
ληθηκέα
ληθ-ηκέα· εἰς λήθην ἄγοντα φάρμακα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ληθηκέα
Headword (normalized):
ληθηκέα
Headword (normalized/stripped):
ληθηκεα
IDX:
62839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62840
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ληθ-ηκέα·</span> <span class="foreign greek">εἰς λήθην ἄγοντα φάρμακα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}