λήθαιος or
ληθαῖος,
α,
ον,(
λήθη)
A). of or
causing forgetfulness,
πτερόν, of Sleep,
Call. Del. 234 ;
σκότος Lyc. 1127 , etc.
II). of or
from Lethe,
ἄκατος AP 9.279 (
Bass.); v.
λήθη 11 .
III). λ. λίθος, = μελιτίτης λ. , Ps.- Dsc. 476 ed. Sarac.