Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λεωσφέτερος
λεωφόρος
λήγω
Λήδα
λήδανον
ληδάριον
ληδεῖν
λήδιον
λῆδον
λῆδος
λῄζομαι
λήθαιος
ληθάνεμος
ληθαργέω
ληθαργία
ληθαργικός
λήθαργος
ληθαργώδης
ληθεδανός
ληθεδών
λήθη
View word page
λῄζομαι
λῄζομαι,
A). v. ληΐζομαι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λῄζομαι
Headword (normalized):
λῄζομαι
Headword (normalized/stripped):
ληζομαι
IDX:
62828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62829
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῄζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ληΐζομαι</span> .</div> </div><br><br>'}