Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λεχώ
λεχῶεν
λεχωϊάς
λεχώϊος
λεχωΐς
λεχώς
λεώβατος
λεώδης
λεώδης
Λεωκόρειον
λεωκόρητος
λεωλογέω
λέῳμι
λέων
λεωπάτητος
λεωπετρία
λεωργός
λεώς
λέως
λεωσφέτερος
λεωφόρος
View word page
λεωκόρητος
λεωκόρητος, λεώλεθρος, λεώλης,
A). v. λέως .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λεωκόρητος
Headword (normalized):
λεωκόρητος
Headword (normalized/stripped):
λεωκορητος
IDX:
62809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62810
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λεωκόρητος</span>, <span class="orth greek">λεώλεθρος</span>, <span class="orth greek">λεώλης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">λέως</span> .</div> </div><br><br>'}