λευρός
λευρός, ά, όν (also ός, όν Pr. 371 ), poet. Adj.
A). smooth, level, even, λευρῷ ἐνὶ χώρῳ , Orac. ap. 7.123 ; 1.67 Σικελίας λευροὺς γύας A.l.c.; λ. οἶμος αἰθέρος ib. 396 ; ἐν ψαμάθῳ λευρᾷ Hec. 700 (lyr.); πέδον, πέτρα, Ph. 836 , Ba. 982 (lyr.); ὁδοί Aet.Oxy. 2080.67 .
III). λευρᾶς σωφροσύνης· τελείας, καὶ ταπεινῆς, κοίλης, ὁμαλῆς, μὴ τραχείας,