Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λευκόχρως
λευκόψαρος
λευκόω
λευκώλενος
λεύκωμα
λευκωματίζομαι
λευκωματικός
λευκωματώδης
λευκωπίας
λευκωτής
λεῦραι
λευρός
λεύσιμος
λευσμός
λεύσσω
λευστήρ
λευστός
λευτον
λευχειμονέω
λευχείμων
λευχηπατίας
View word page
λεῦραι
λεῦραι· εὑρίσκω, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λεῦραι
Headword (normalized):
λεῦραι
Headword (normalized/stripped):
λευραι
IDX:
62777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62778
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λεῦραι·</span> <span class="foreign greek">εὑρίσκω</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}