λευκόω
λευκ-όω,
A). whiten over,[πυξίον] ; 31.14 βωμόν IG 22.1672.140 :— Med., λευκοῦσθαι τὰ ὅπλα whiten their shields, HG 2.4.25 , cf. 7.5.20 ; λ. πόδα bare the foot, AP 9.403 ( ).
II). mostly in Pass., to be made or become white, λευκωθεὶς κάρα μύρτοις I. 4(3).69 ; τοῖχος λελευκωμένος whitened or plastered, Lg. 785a ; γραμματεῖον λελευκωμένον, = λεύκωμα 1 , ; 46.11 ὁ ἄνθρωπος οὐ λευκός ἐστιν ἀλλὰ λελεύκωται Ph. 185b29 ; of a leper, ; 1.346 λελευκωμένος πίναξ, of the list of proscribed, Fr. 109.12 .