Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λευκόφυλλος
λευκοχίτωνος
λευκόχλωρος
λευκόχριστος
λευκόχροια
λευκόχροος
λευκόχρυσος
λευκοχρώματος
λευκόχρωμος
λευκόχρως
λευκόψαρος
λευκόω
λευκώλενος
λεύκωμα
λευκωματίζομαι
λευκωματικός
λευκωματώδης
λευκωπίας
λευκωτής
λεῦραι
λευρός
View word page
λευκόψαρος
λευκό-ψᾱρος, ον,
A). whitish grey, ὄνοι Hippiatr. 14 .


ShortDef

whitish grey

Debugging

Headword:
λευκόψαρος
Headword (normalized):
λευκόψαρος
Headword (normalized/stripped):
λευκοψαρος
IDX:
62768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62769
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λευκό-ψᾱρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">whitish grey</span>, <span class="quote greek">ὄνοι</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hippiatr.</span> 14 </span> .</div> </div><br><br>'}