Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λεύκοφρυς
λευκοφυής
λευκόφυλλος
λευκοχίτωνος
λευκόχλωρος
λευκόχριστος
λευκόχροια
λευκόχροος
λευκόχρυσος
λευκοχρώματος
λευκόχρωμος
λευκόχρως
λευκόψαρος
λευκόω
λευκώλενος
λεύκωμα
λευκωματίζομαι
λευκωματικός
λευκωματώδης
λευκωπίας
λευκωτής
View word page
λευκόχρωμος
λευκό-χρωμος, ον, = foreg.,
A). κάμηλος PGrenf. 2.74.7 (iv A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λευκόχρωμος
Headword (normalized):
λευκόχρωμος
Headword (normalized/stripped):
λευκοχρωμος
IDX:
62766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62767
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λευκό-χρωμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = foreg., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">κάμηλος</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PGrenf.</span> 2.74.7 </span> (iv A.D.).</div> </div><br><br>'}