Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Λευκοφρυηνή
λεύκοφρυς
λευκοφυής
λευκόφυλλος
λευκοχίτωνος
λευκόχλωρος
λευκόχριστος
λευκόχροια
λευκόχροος
λευκόχρυσος
λευκοχρώματος
λευκόχρωμος
λευκόχρως
λευκόψαρος
λευκόω
λευκώλενος
λεύκωμα
λευκωματίζομαι
λευκωματικός
λευκωματώδης
λευκωπίας
View word page
λευκοχρώματος
λευκο-χρώματος, ον,
A). = λευκόχρως , Phint. ap. Stob. 4.23.61a .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λευκοχρώματος
Headword (normalized):
λευκοχρώματος
Headword (normalized/stripped):
λευκοχρωματος
IDX:
62765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62766
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λευκο-χρώματος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">λευκόχρως</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phint.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 4.23.61a </span>.</div> </div><br><br>'}