Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λευκοφορινόχροος
λευκοφόρος
Λευκοφρυηνά
Λευκοφρυηνή
λεύκοφρυς
λευκοφυής
λευκόφυλλος
λευκοχίτωνος
λευκόχλωρος
λευκόχριστος
λευκόχροια
λευκόχροος
λευκόχρυσος
λευκοχρώματος
λευκόχρωμος
λευκόχρως
λευκόψαρος
λευκόω
λευκώλενος
λεύκωμα
λευκωματίζομαι
View word page
λευκόχροια
λευκό-χροια
,
ἡ
,
A).
whiteness, white colour,
Placit.
3.1.1
.
ShortDef
whiteness, white colour
Debugging
Headword:
λευκόχροια
Headword (normalized):
λευκόχροια
Headword (normalized/stripped):
λευκοχροια
IDX:
62762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62763
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λευκό-χροια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">whiteness, white colour,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Placit.</span> 3.1.1 </span>.</div> </div><br><br>'}