Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λευκοφορέω
λευκοφορινόχροος
λευκοφόρος
Λευκοφρυηνά
Λευκοφρυηνή
λεύκοφρυς
λευκοφυής
λευκόφυλλος
λευκοχίτωνος
λευκόχλωρος
λευκόχριστος
λευκόχροια
λευκόχροος
λευκόχρυσος
λευκοχρώματος
λευκόχρωμος
λευκόχρως
λευκόψαρος
λευκόω
λευκώλενος
λεύκωμα
View word page
λευκόχριστος
λευκό-χριστος, ον,
A). whitewashed, ἐπάλξεις Ulp.ad D. 3.29 .


ShortDef

whitewashed

Debugging

Headword:
λευκόχριστος
Headword (normalized):
λευκόχριστος
Headword (normalized/stripped):
λευκοχριστος
IDX:
62761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62762
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λευκό-χριστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">whitewashed</span>, <span class="foreign greek">ἐπάλξεις</span> Ulp.ad <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0014.tlg003.perseus-grc1:29" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0014.tlg003.perseus-grc1:29/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.</span> 3.29 </a>.</div> </div><br><br>'}